περικαθαίρων

περικαθαίρων
περί-καθαίρω
cleanse
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παγγέωργος — παγγέωργος, ον (Α) (με μτφ. κυρίως σημ.) αυτός που φροντίζει για όλους σαν να είναι γεωργός («ὁ παγγέωργος λογισμὸς περικαθαίρων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γεωργός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”